O ΧΟΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΠΥΡΡΙΧΙΟΥ ΧΟΡΟΥ ΩΣ
ΜΝΗΜΕΙΟΥ ΑΫΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ
ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΘΕΣΙΩΝ – ICOMOS
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Δρ. Αθανάσιος ΝΑΚΑΣΗΣ, Πρόεδρος Ελληνικού ICOMOS
Σοφία ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Υπεύθυνη Τύπου, Μέλος Διοικητικού Συμβουλίου
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΠΑΓΚΡΑΤΙΟΥ ΑΘΛΗΜΑΤΟΣ
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΑΓΚΡΑΤΙΟΥ ΑΘΛΗΜΑΤΟΣ (ΕΟΠΑ)
Δρ. Αθανάσιος ΝΑΚΑΣΗΣ, Πρόεδρος Επιτροπής, Ειδικός Γραμματέας ΕΟΠΑ
Σοφία ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Γενική Γραμματέας Επιτροπής
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2013
O χορός αποτελεί μια από τις πρωιμότερες εκφάνσεις της τέχνης, βασικό στοιχείο πολλών πολιτισμών, με αρκετές ωστόσο παραλλαγές λόγω των διαφορετικών σε κάθε περίπτωση θρησκευτικών και κοινωνικών επιδράσεων και καταβολών. Στην αρχαία Ελλάδα ο χορός είχε κατεξοχήν ψυχαγωγικό χαρακτήρα. Παράλληλα ήταν και μέσο λατρείας, που δεν έλειπε από καμία θρησκευτική τελετή. Η σημασία της μουσικής και του χορού στη διαμόρφωση σωστών πολιτών συμπυκνώνεται στις αθηναϊκές φιλοσοφικές αντιλήψεις του 5ου και 4ου αι. π.Χ., ειδικότερα στη διδασκαλία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Η χορεία, όρος που χρησιμοποιεί ο Πλάτων για τη χορική δραστηριότητα στην πόλη, αντιπροσωπεύει τις συνδυασμένες δραστηριότητες τραγουδιού και χορού. Ο ίδιος αναφέρει πως η μουσική και ο χορός είναι για το πνεύμα ό,τι η γυμναστική για το σώμα και πως η ισόρροπη ανάπτυξη των δύο αποτελεί θεμελιώδες μέσο διάπλασης των νέων. Στο έργο του «Νόμοι» υποστηρίζει ότι ο αρχαίος ελληνικός κυκλικός χορός έπρεπε να καταστεί ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία της εκπαίδευσης.
Κατά την αρχαία ελληνική παράδοση, ο χορός ήταν δώρο των θεών. Οι Έλληνες επινόησαν διάφορους χορούς: θρησκευτικούς, πολεμικούς, γυμναστικούς, θεατρικούς, συμποσίων και διάφορων χαρμόσυνων (γάμοι) ή πένθιμων εκδηλώσεων. Σε αυτό το πλαίσιο διοργανώνονταν και αγώνες χορού με αφορμή εορταστικές εκδηλώσεις όπως π.χ. τα Παναθήναια. Την παραμονή της έναρξης της μεγάλης αυτής γιορτής των Αθηναίων λάμβανε χώρα η παννυχίς (ολονύκτια γιορτή), με χορούς νεαρών αγοριών και κοριτσιών. Ακόμα και οι Ολυμπιακοί αγώνες, που έμειναν στην ιστορία για τα αθλήματα, ήταν μια ευκαιρία για χορικούς διαγωνισμούς σε πανελλαδική βάση. Τα Πύθια στους Δελφούς περιλάμβαναν αθλητικούς και μουσικούς αγώνες. Συνεπώς, ο χορός ως ιδέα διαθέτει μια ανταγωνιστική φύση, η οποία βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με την ομαδική μορφή του. Είναι η ευκαιρία του κύκλου για ομαδική λατρεία καθώς και του ατόμου για επίδειξη των ικανοτήτων του.
Ο χορός φαίνεται ότι είναι τόσο παλιός όσο και ο πόλεμος, γι’ αυτό από πολύ νωρίς οι πολεμικοί χοροί αποτέλεσαν μια ξεχωριστή κατηγορία. Αποτελούσαν φυσική και ψυχολογική προετοιμασία για τον πόλεμο, ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τους θεούς για τη νίκη, μυητική τελετή ενηλικίωσης εφήβων ή πράξη αποτροπαϊκή και μαγική.
Η προέλευση των πολεμικών και ενόπλιων χορών στην αρχαία Ελλάδα ανιχνεύεται σε θρύλους και παραδόσεις του μακρινού παρελθόντος, αναφερόμενους σε θορυβώδεις ομαδικούς χορούς, που τα κύρια χαρακτηριστικά τους ήταν οι κλαγγές των όπλων, τα πηδήματα και τα δυνατό χτυπήματα των ποδιών στο έδαφος με επιδίωξη να κρατηθεί κρυφό το μυστικό μιας γέννας. Τέτοιοι χοροί είναι των Κουρητών γύρω από το νεογέννητο Δία, των Κορυβάντων γύρω από το μικρό παιδί Διόνυσο και των Αμαζόνων γύρω από το πρώτο άγαλμα της Αρτέμιδος. Πολλές τελετουργίες μύησης εφήβων έχουν τις ρίζες τους σ’ αυτούς τους μυθικούς χορούς, όπως ο χορός των Κρητών Κούρων που μιμείται το χορό των Κουρητών, καθώς και οι γυναικείοι χοροί για την Αρτέμιδα που θυμίζουν τους Χορούς των Αμαζόνων. Οι εκτελεστές τους έπρεπε να αποδείξουν ότι μπορούν να εξουσιάσουν τις δυνάμεις της ζωής και του θανάτου, για να ενταχθούν κατόπιν στον κόσμο των ενήλικων. Αυτοί οι χοροί έχουν, λοιπόν, έναν αποστολικό χαρακτήρα συνδεδεμένο με τη γονιμότητα, καθώς και με την ανανέωση της κοινωνίας. αποτελούν μια δημόσια εκδήλωση, για να τιμηθούν οι θεότητες (Κούρος, Ζευς και Άρτεμις) και να εορταστεί η είσοδος των εφήβων και των δύο φύλων στις τάξεις των ενήλικων. Γεωγραφικά η καταγωγή των χορών αυτών συναντάται σε δύο μέρη: στην Έφεσο (χορός Κουρητών και χορός Αμαζόνων) και στην Κρήτη (χορός Κορυβάντων και χορός Κουρητών). Οι κρητικοί, όμως, χοροί φαίνεται ότι είναι κατά πολύ αρχαιότεροι.
Σε όλο τον ελληνικό κόσμο η αποφασιστική μετάβαση από την παιδική ηλικία στον ανδρισμό γινόταν μέσω της πολεμικής εκπαίδευσης. Τα παιδιά, από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους μέχρι την ηλικία που θα καλούνταν να πάνε στον πόλεμο, έπρεπε να μετέχουν στις πομπές και τις λιτανείες προς τιμήν των θεών, με όπλα κι άλογα· να υμνούν τους θεούς και τα παιδιά των θεών, με πορείες και χορούς, άλλοτε ζωηρούς κι άλλοτε πιο συγκρατημένους. Ο Πλάτων δίδασκε ότι «…καμία περιουσία και κανένα έργο δεν θα έχουν οποιανδήποτε αξία αν χάσουμε τον πόλεμο, όλα τα αγαθά των νικημένων περνούν στα χέρια των νικητών…». Οι επιταγές της στρατηγικής του πολέμου, βασισμένες κυρίως στην απόλυτη συνοχή των στρατιωτών, απαιτούν απ’ αυτούς αυστηρή σωματική πειθαρχία, κινήσεις αποτελεσματικές, τέλεια συντονισμένες. Οι ενόπλιοι χοροί (πάλη, πυγμαχία και κυρίως παγκράτιον ή ένοπλος αγώνας) ανταποκρίνονταν περισσότερο απ’ οποιανδήποτε άλλη άσκηση σε αυτόν το στόχο. Μερικοί απ’ αυτούς, οι ομαδικοί, εθίζουν τους μαχητές να δρουν κατά ομάδες, ενώ άλλοι εκτελούμενοι από ένα ή δύο άτομα, προάγουν την ευκαμψία και την ταχύτητα των αντανακλαστικών. Τους συναντάμε σε διάφορες περιστάσεις, από τη γυμνική άσκηση της παλαίστρας και τις θρησκευτικές γιορτές μέχρι τις θεατρικές παραστάσεις και το ψυχαγωγικό μέρος των συμποσίων. Αυτό εξηγεί και την ποικιλία και το μεγάλο αριθμό τους: μόνο οι ονομασίες των ενόπλιων χορών που έφτασαν ως τις μέρες μας ξεπερνούν τις δεκαπέντε.
Ο παλαιότερος, κατά τις πηγές, πολεμικός χορός είναι ο Πυρρίχιος (ή Πυρρίχη). Πρόκειται για χορευτικό αγώνισμα με στρατιωτικό χαρακτήρα. Ήταν ενόπλιος χορός και εκτελούνταν από παιδιά, εφήβους, άντρες αλλά και γυναίκες. Χορευόταν συνήθως σε ομαδικό σχηματισμό αλλά και ατομικά. Οι χορευτές με πολεμική εξάρτηση (ασπίς, δόρυ και περικεφαλαία) μιμούνταν με χορευτικές κινήσεις τις κινήσεις των πολεμιστών σε ώρα μάχης για την αποφυγή χτυπημάτων κάθε είδους με ελιγμούς, υποχωρήσεις, πηδήματα στον αέρα και σκυψίματα. Επίσης, οι χορευτές αναπαριστούσαν τις επιθετικές κινήσεις, τις στάσεις δηλαδή που παίρνει το σώμα για το ρίξιμο βολών, ακοντίου και άλλων αντικειμένων. Ο χορός διακρινόταν για τη ζωηρότητα των κινήσεων και τις παράδοξες κι εντυπωσιακές περιστροφές του σώματος... Η Πυρρίχη, εκτελούμενη καθημερινά από τους Σπαρτιάτες (υποχρεωτικά για όλους από πέντε ετών και πάνω, χορευόταν και σε θρησκευτικές γιορτές, όπως στη γιορτή των Διοσκούρων και τις γυμνοπαιδιές). Λιγότερο συχνά χορευόταν από τους λοιπούς Έλληνες, με τους ήχους του διαύλου και του άσματος που ονομαζόταν “πυρριχιστικόν’’, όπως άλλωστε χορευόταν και από τους Σπαρτιάτες. Ο ρυθμός ήταν πολύ ταχύς και παρουσίαζε διάφορα είδη. Η Πυρρίχη εκτελείτο σε πολλές περιστάσεις: προγύμναση για την παλαίστρα και ειδικότερα το παγκράτιον, θρησκευτικές εκδηλώσεις, δραματικοί αγώνες. Όπως προκύπτει από την εικονογραφία, ήταν δυνατόν να τη χορεύουν ένα άτομο με φανταστικούς αντιπάλους ή δύο. Η πρακτική αυτή θυμίζει τη σκιαμαχία, ως μέσο εξάσκησης των αθλητών στην αρχαιότητα, οι οποίοι μιμούνταν ότι αμύνονται ή επιτίθενται σε φανταστικό εχθρό, γυμνάζοντας έτσι τους μύες του σώματος. Η τακτική αυτή εξάσκησης εφαρμοζόταν ιδιαίτερα στο Παγκράτιο.
Για την επινόηση του Πυρρίχιου χορού υπάρχουν πολλές εκδοχές: Η παράδοση αναφέρει ότι πάνοπλοι Κουρήτες στο Ιδαίο Άντρο της Κρήτης, χόρεψαν τον Πυρρίχιο χορό, χτυπώντας με τα δόρατά τους τη γη, δημιουργώντας εκκωφαντικό θόρυβο που κάλυψε το κλάμα του νεογέννητου Δία, σώζοντάς τον έτσι από τον αδηφάγο Κρόνο. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ήταν απομίμηση του χορού της θεάς Αθηνάς, η οποία αφού γεννήθηκε πάνοπλη από το κεφάλι του Δία, χόρεψε τον Πυρρίχιο, κρατώντας την ασπίδα και το δόρυ της ή ακόμα ότι η Αθηνά τον χόρεψε μετά τη νίκη της εναντίον των Γιγάντων. Ο Πυρρίχιος χορός συνδέεται κατά πολλούς με την πολιορκία της Τροίας από τους Αχαιούς είτε επειδή χορεύτηκε από τον Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα, απ’ τη χαρά του που σκότωσε τον Ευρύπυλο, σύμμαχο των Τρώων είτε επειδή χορεύτηκε από τον ίδιο τον Αχιλλέα γύρω από τη νεκρική πυρά του Πατρόκλου για να τον τιμήσει. Ως δημιουργοί του χορού αναφέρονται πλην των Κουρητών και των Αμαζόνων και οι Διόσκουροι.
Ο Πλάτων απ' όλους τους πολεμικούς χορούς, θεωρεί ως "σπουδαιοτέρα και περιφημοτέρα την Πυρρίχη", τον Πυρρίχιο χορό, για τον οποίον δέχεται ότι οι Θεοί τον έδωσαν στον άνθρωπο ως θείον δώρον, γιατί μόνον οι Θεοί γνωρίζουν το ρυθμό και την αρμονία. Για τον Πυρρίχιο χορό έχουμε ένα σημαντικό αριθμό αναπαραστάσεων που επιτρέπουν να τον κατατάξουμε ανάλογα με τις κινήσεις άμυνας και επίθεσης στις κατηγορίες χορών που αναφέρονται από τον Πλάτωνα. Ως ομαδικός χορός μοιάζει περισσότερο με στρατιωτική παρέλαση ή πομπή παρά με εικονική μάχη. Όμως, μπορούμε να βρούμε και στάσεις χαρακτηριστικές της επίθεσης. Οι περιστάσεις εκτέλεσής τους ποικίλλουν: είτε χορεύονται πριν απ’ τη μάχη, ούτως ώστε οι στρατιώτες να βαδίσουν με ενθουσιασμό εναντίον του εχθρού («εμβατήριος») είτε σε θρησκευτικές εκδηλώσεις προς τιμήν θεοτήτων, ή ακόμα σε εκδηλώσεις της ιδιωτικής ζωής, όπως στη διάρκεια νεκρικών πομπών. Ο πολεμικός χαρακτήρας των ενόπλιων χορών σταδιακά άρχισε να εξασθενεί και ενίοτε παρουσιάζονταν ως μορφή διασκέδασης και θεάματος. Η εξέλιξη αυτή έχει την αφετηρία της στην κλασική εποχή. Από τον 5ο αι. π.Χ. αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους στην εικονογραφία σάτυροι “πυρριχιστές”. Έτσι η Πυρρίχη, χορός κατ’ εξοχήν σοβαρός, γίνεται αντικείμενο παρωδίας, κυρίως στα σατυρικά δράματα.
Η Πυρρίχη εμφανίζεται και ως μέσο διασκέδασης στα συμπόσια: «….Ενώ δε Χορευόταν ο Χορός αυτός, οι Μαντινείς, αφού εισήλθαν αιφνίδια και σηκώθηκαν και μερικοί άλλοι από τους Αρκάδες, αφού εξοπλίστηκαν όσο μπορούσαν καλύτερα, βάδιζαν με ρυθμό, δηλαδή σύμφωνα με το ρυθμό της ένοπλης όρχησης, συνοδευόμενοι με αυλούς, και παιάνισαν και χόρεψαν, όπως γίνεται στις ιερές πομπές στους ναούς των θεών. Βλέποντας δε οι Παφλαγόνες αυτά, τα θεωρούσαν ως κάτι εκπληκτικό, να γίνονται όλοι αυτοί οι χοροί με όπλα. Ο δε Μυσός, βλέποντας αυτούς να έχουν εκπλαγεί, αφού έπεισε έναν από τους Αρκάδες, ο οποίος είχε κάποια χορεύτρια, τη βάζει στο χορό, αφού τη στόλισε όσα μπορούσε καλύτερα και αφού της έδωσε ελαφριά ασπίδα. Αυτή χόρεψε την Πυρρίχη με ευκινησία…». Η αναφορά αυτή είναι χαρακτηριστική της αναφοράς στην Πυρρίχη ως είδος διασκέδασης, εκτελούμενη σε συμπόσιο από επαγγελματία χορεύτρια. Στην εικονογραφία βρίσκουμε μικρό αριθμό γυναικών που χορεύουν την Πυρρίχη, είτε σε χώρους συμποσίων είτε σε σχολεία χορού εξειδικευμένα προς τούτο. Οι κινήσεις είναι σχεδόν όμοιες με αυτές που συναντάμε στις αναπαραστάσεις της ανδρικής Πυρρίχης. Μπορούμε να καταγράψουμε χειρονομίες αμυντικές ή στάσεις «ενέδρας», αλλά οι γυναικείες στάσεις είναι πολύ πιο χαριτωμένες απ’ τις αντίστοιχες των ανδρών. Σ’ αυτήν την εικονογραφία μια λεπτομέρεια μας δείχνει ότι το ζητούμενο δεν είναι πια η προετοιμασία για τη μάχη: συχνά το δόρυ που κρατάει η πυρριχίστρια μοιάζει με απλό μπαστούνι.
Σε γενικές γραμμές παρατηρείται μια διαρκής εξέλιξη των ενόπλιων χορών κατά την ελληνική αρχαιότητα, η οποία παρουσιάζει τρεις σημαντικές πτυχές:
-Ο αρχικός τους σκοπός φαίνεται ότι ήταν μαγικο-θρησκευτικός. Ήσαν χοροί θορυβώδεις, γεμάτοι πηδήματα κι είχαν συγκεκριμένη αποστολή, μερικές φορές δε συνδέονταν με μιαν ιεροτελεστία μικρής διάρκειας (μύηση, κηδεία).
-Κατά τον 7ο αι. π.Χ. εμφανίζεται η πολιτικο-στρατιωτική πλευρά της, που θα κάνει την Πυρρίχη αθάνατη: ο έλληνας πολίτης γίνεται ικανός να προασπίζει την ελευθερία του και την πατρογονική του κληρονομιά, αναπτύσσοντας, χάρη στους ενόπλιους χορούς, ευκινησία, ταχύτητα αντανακλαστικών και ικανότητα συντονισμού με άλλους πολεμιστές. Μπορεί έτσι να δοξάσει την πόλη του. Ας σημειωθεί ότι ουσιαστικά πρόκειται για ανδρική δραστηριότητα με μόνες εξαιρέσεις, πρώτον την περίπτωση εκτέλεσης της Πυρρίχης ως άσκησης για την σκληραγώγηση των νεαρών Σπαρτιατισσών και δεύτερον τους ενόπλιους χορούς γυναικών που σχετίζονται με τη λατρεία της Άρτεμης.
-Από τον 5ο π.Χ. αιώνα ο πολεμικός χαρακτήρας των ενόπλιων χορών περιστέλλεται. Ο πολιτικο-στρατιωτικός στόχος εξακολουθεί να ισχύει, αλλά τώρα υπάρχουν και άλλοι λόγοι τέλεσης των χορών αυτού του τύπου: τα θεάματα και οι διασκεδάσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων και οι σοβαρότερες ακόμα εκδηλώσεις μπορεί να γίνουν αντικείμενο παρωδίας. Από τον Πελοποννησιακό πόλεμο η λατρεία του Διονύσου αρχίζει να καταλαμβάνει στον ελληνικό κόσμο μια θέση ολοένα μεγαλύτερη και να αναδεικνύει καινούργιους τρόπους ορχηστικής έκφρασης που βασίζονται στην έκσταση και τη μέθεξη. Στο κύλισμα των αιώνων οι πολεμικοί χοροί υφίστανται αυτήν την επίδραση και μάλιστα σε τέτοιο σημείο ώστε η Πυρρίχη, χορός κατ’ εξοχήν πολεμικός, δύσκολα να αναγνωρίζεται πλέον: «Ο χορός της Πυρρίχης φαίνεται να γίνεται περισσότερο διονυσιακός. Αποκτά ηπιότερο ρυθμό από τον παλαιότερο. Οι χορευτές κρατούν τώρα θύρσους αντί για λόγχες. Τους πετούν ο ένας στον άλλο. Κρατούν επίσης ραβδιά και δαυλούς. Χορεύουν αναπαριστώντας τις περιπέτειες του Διονύσου, την κατάκτηση της Ινδίας και το μαρτύριο του Πενθέα» (το μαρτύριο του Πενθέα παρουσιάζεται στο έργο «Βάκχες» του Ευριπίδη, το οποίο εξιστορεί την έλευση του Βάκχου-Διονύσου στη Θήβα, κατά την οποία ο Πενθέας φονεύθηκε από τη μητέρα του Αγαύη, γιατί αντιστάθηκε στη λατρεία του νέου θεού).
Αυτόν το δυναμικό χορό, που με τις διάφορες παραλλαγές του απλώθηκε σε όλες τις ελληνικές πόλεις-αποικίες, τον χόρευαν οι Θράκες, οι κάτοικοι της Μικράς Ασίας και οι Πόντιοι. Στην επιστροφή των Ελλήνων πολεμιστών από την Περσία το 400 π.Χ. ο Ξενοφών περιγράφει τον Ελληνικό Πόντο κι ιδιαίτερα τη γιορτή που οργάνωσαν οι κάτοικοι της Κερασούντας και των Κοτυώρων και φυσικά περιγράφει τον Πυρρίχιο που χορεύτηκε σε αυτή τη γιορτή. Ας σημειωθεί ότι ο Ξενοφών αναφέρει πως τον Πυρρίχιο χορό χόρεψαν όχι μόνο άνδρες αλλά και γυναίκες, κάτι που δεν ήταν ασυνήθιστο τότε. Οι κάτοικοι του Πόντου, όμως, εξακολουθούσαν να τον χορεύουν στον Πόντο μέχρι το 1922 και τον μετέφεραν πάλι πίσω στην Ελλάδα μαζί με το «αρχαϊκό ομηρικό γλωσσικό τους ιδίωμα», εξασφαλίζοντας τη διαφύλαξη και τη συνέχεια της προγονικής κληρονομιάς μας.
Η ποντιακή ονομασία του χορού είναι Σέρρα και πιθανώς προέρχεται από τον ποταμό Σέρρα, ανατολικά της Τραπεζούντας. Κατά τον καθηγητή φιλολογίας Ευγένιο Δρεπανίδη, η ονομασία αυτή προέρχεται από την έκφραση «όρχησις εις ιερά» προφέροντας τις λέξεις «εις ιερά» το τελικό της λέξης «εις» -σ-ενώθηκε με τη λέξη «ιερά» και προήλθε η λέξη «σιέρα». Στη συνέχεια αποβλήθηκε το -ι- και η λέξη έγινε «σέρα».
Στην αρχή, η κίνηση του χορού Σέρρα είναι αργή. ΑΤΣΑΠΑΤ λέγεται το αργό μέρος του. Πάντα με το κεφάλι ψηλά, οι χορευτές εκτελούν το κάθε βήμα. Είναι χαρακτηριστικές οι κινήσεις των ώμων. Στο δεύτερο μέρος του χορού ο ρυθμός ανεβαίνει. Και εκεί οι χορευτές κρατούν το κεφάλι τους ψηλά.
Το δεύτερο μέρος του χορού ονομάζεται ΤΡΟΜΑΧΤΟΝ. Παλαιότερα η Σέρρα χορευόταν κυκλικά, ενώ σήμερα βλέπουμε να χορεύεται με τους χορευτές σε ευθεία παράταξη. Οι παραλλαγές του χορού είναι πολλές και μαρτυρούν το πέρασμά του μέσα από το χώρο και χρόνο και το συναπάντημά του με το σήμερα. Αυτό που δεν άλλαξε κι έφτασε αναλλοίωτο σ’ εμάς είναι η ίδια η ουσία του χορού, η εσωτερική του δύναμη (πολεμική; διονυσιακή;), που κατορθώνει με τις γρήγορες κινήσεις του σώματος, τη σύσφιξη των χορευτών μεταξύ τους, τη βίαια στροφή των ποδιών στο δάπεδο και τις συσπάσεις των μυών του σώματος, να εμφυσήσει τον ενθουσιασμό σε όσους τον παρακολουθούν.
Το 2003 Ποντιακοί Σύλλογοι, θεωρώντας ότι πρόκειται για «ιστορική ευκαιρία», πρότειναν να παρουσιαστεί ο Πυρρίχιος χορός κατά την έναρξη των Ολυμπιακών αγώνων του 2004 στην Αθήνα. Η πρόταση έγινε αποδεκτή και όλοι, Πόντιοι και μη, οι λοιποί Έλληνες αλλά και οι ξένοι θαύμασαν τον Πανελλήνιο Χορό να χορεύεται στο Ολυμπιακό Στάδιο κατά την τελετή έναρξης των αγώνων. Ο Πυρρίχιος χορός αποτελεί μια από τις σημαντικότερες εκφάνσεις της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας μας με αστείρευτη διαχρονική αξία. Η διαφύλαξή του ανά τους αιώνες και η συνεχής παρουσία του στη ζωή των ανθρώπων, σε μεγάλες εκδηλώσεις (όπως οι Ολυμπιακοί αγώνες), σε πολιτιστικά δρώμενα (όπως η πρόσφατη παράσταση στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, 4-10-2013, με τίτλο «Κρήτη και Πόντος σμίξανε», όπου παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά μαζί δρώμενα, χοροί και τραγούδια από την Κρήτη και τον Πόντο, με τον Πυρρίχιο-Σέρα να κατέχει ξεχωριστή θέση), και σε πτυχές της καθημερινότητας, όπως σε γάμους ή γλέντια, καθιστούν τον Πυρρίχιο χορό πολύτιμη λαϊκή κληρονομιά και παγκόσμιο πολιτιστικό αγαθό.
Από τα προαναφερθέντα τεκμαίρεται ιστορικά ότι ο Πυρρίχιος χορός αποτελεί τμήμα της άυλης πολιτιστικής μας κληρονομιάς και ως εκ τούτου αποτελεί πεδίο εφαρμογής της κείμενης νομοθεσίας για την προστασία της (Ν. 3028/2002, ΦΕΚ Α΄153/28-06-2002 «Για την Προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς», Ν. Ν. 3521/2006, ΦΕΚ Α΄275/22.12.2006, «Κύρωση της Σύμβασης για την προστασία της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς»).
Συγκεκριμένα, στο Νόμο 3028/2002 «Για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» αναφέρονται τα ακόλουθα αναφορικά με την άυλη πολιτιστική κληρονομιά:
- Σύμφωνα με το άρθρο 2ε - Έννοια Όρων «… Ως άυλα πολιτιστικά αγαθά νοούνται εκφράσεις, δραστηριότητες, γνώσεις και πληροφορίες, όπως μύθοι, έθιμα, προφορικές παραδόσεις, χοροί, δρώμενα, μουσική, τραγούδια, δεξιότητες ή τεχνικές που αποτελούν μαρτυρίες του παραδοσιακού, λαϊκού και λόγιου πολιτισμού...»
- Σύμφωνα με το άρθρο 3 – Περιεχόμενο προστασίας «Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Χώρας συνίσταται κυρίως: α. στον εντοπισμό, την έρευνα, την καταγραφή, την τεκμηρίωση και τη μελέτη των στοιχείων της, …στ. στην ανάδειξη και την ένταξή της στη σύγχρονη κοινωνική ζωή, ζ. στην παιδεία, την αισθητική αγωγή και την ευαισθητοποίηση των πολιτών»
Στο άρθρο 2 του Νόμου 3521/2006 «Κύρωση της σύμβασης για την προστασία της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς» αυτή ορίζεται ως ακολούθως: «Εννοούμε "άυλη πολιτιστική κληρονομιά" τις πρακτικές, αναπαραστάσεις, εκφράσεις, γνώσεις και τεχνικές καθώς και τα εργαλεία, αντικείμενα, χειροτεχνήματα και τους πολιτιστικούς χώρους που συνδέονται με αυτές και τις οποίες οι κοινότητες, οι ομάδες και, περιπτώσεως δοθείσης, τα άτομα αναγνωρίζουν ότι αποτελούν μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς τους. Αυτή η άυλη πολιτιστική κληρονομιά, που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά, αναδημιουργείται συνεχώς από τις κοινότητες και τις ομάδες σε συνάρτηση με το περιβάλλον τους, την αλληλεπίδραση τους με τη φύση και την ιστορία τους, και τους παρέχει μία αίσθηση ταυτότητας και συνέχειας, συμβάλλοντας έτσι στην προώθηση του σεβασμού της πολιτιστικής πολυμορφίας και της ανθρώπινης δημιουργικότητας».
Σύμφωνα με το άρθρο 2.2 « Η "άυλη πολιτιστική κληρονομιά", όπως ορίζεται στην παραπάνω παράγραφο 1, εκδηλώνεται ειδικότερα στους ακόλουθους τομείς:
(α) Στις προφορικές παραδόσεις και εκφράσεις, συμπεριλαμβανομένης της γλώσσας ως φορέα της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς.
Η συνδυαστική μελέτη αρχαίων κειμένων, επιγραφικών δεδομένων, εικαστικών αποδόσεων και της νεότερης βιβλιογραφίας, καθώς και οι προφορικές παραδόσεις και τα έθιμα που σχετίζονται με τον Πυρρίχιο χορό, επιβεβαιώνουν τη διαχρονική παρουσία και αξία του, καθιστώντας τον αναμφβισβήτο τμήμα πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
(β) Στις τέχνες του θεάματος.
Ο Πυρρίχιος χορός αποτελεί ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό θέαμα. Ο ρυθμός του χορού στην αρχαιότητα βασιζόταν πάνω στον «πυρρίχιο πόδα», μουσικό μέτρο σύντομο (γρήγορο) γι' αυτό και ως ρυθμός ήταν έντονος και ζωηρός. Ο γρήγορος ρυθμός του χορού δίνει στους χορευτές την ευκαιρία να κάνουν διαφόρους ελιγμούς και να μιμούνται ότι μάχονται, παραπέποντας στον αρχαίο χαρακτήρα του χορού που συνδεόταν με την πολεμική τέχνη και αγωγή, με την αρχαία σκιαμαχία.
(γ) Στις κοινωνικές πρακτικές, στις τελετουργίες και στις εορταστικές εκδηλώσεις.
Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα ο χορός γενικότερα κατέχει σημαντική θέση στη θρησκεία, στην καθημερινή ζωή αλλά και στην εκπαίδευση. Ο Πυρρίχιος χορός, στη μακρόχρονη ιστορία του, υπήρξε μέσο έκφρασης του ανθρώπου συνδεδεμένο άλλοτε με τους θεούς (τελετουργίες), άλλοτε με την κοινωνία και το κράτος (πολεμικός χορός) και άλλοτε με την προσωπική του συναισθηματική κατάσταση (γιορτινή ή πένθιμη).
Η σύνδεση του Πυρρίχιου χορού με την αρχαία ελληνική παράδοση τεκμαίρεται από πληθώρα φιλολογικών πηγών (δεν είναι τυχαίο ότι μίλησαν γι' αυτόν ο Όμηρος, ο Σωκράτης, ο Λυσίας, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Λουκιανός, και στα νεότερα χρόνια ο Λόρδος Βύρων, ο Αλέξανδρος Ραγκαβής, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Μενέλαος Λουντέμης. και πολλοί άλλοι). Ακόμα τεκμαίρεται από απεικονίσεις σε διάφορα έργα τέχνης (γλυπτά, αγγειογραφία κτλ), ενώ η επιβίωσή του ανά τους αιώνες, από γενιά σε γενιά, καθώς κι η ένταξή του με τη μορφή του ποντιακού χορού «σέρα» στη σύγχρονη κοινωνική ζωή, κατατάσσουν τον Πυρρίχιο χορό στον κατάλογο με τα αγαθά της άυλης πολιτισμικής μας κληρονομιάς.